- δισκάφισμα
- το [δισκαφίζω]το να δισκαφίζει κανείς, το διβόλισμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δευτερί — και δευτεριό, το 1. το δεύτερο σκάψιμο τού αμπελιού, δισκάφισμα, δευτέρωμα 2. το δεύτερο όργωμα τού χωραφιού 3. το δεφτέρι, το σημειωματάριο … Dictionary of Greek